-
1 ἐνήλατον
I the four rails, which make the frame of a bedstead,ἐ. ξύλα S.Fr. 315
, cf. Ph.1.666 ([dialect] Att. κραστήρια, acc. to Phryn.155): later in sg., ἐνήλατον, τό, bedstead, Sor.2.61;τὸ τῆς κλίνης ἐ. PSI6.616.17
(iii A.D.).IV ἐνήλατον· μέρος νεώς, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνήλατον
См. также в других словарях:
ενήλατον — ἐνήλατον, το (Α) [ενελαύνω] 1. αυτό που μπήγεται, που εμβάλλεται 2. μακρύ ξύλο, δοκός, δοκάρι 3. στον πληθ. ἐνήλατα τα ξύλινα σκαλιά, που προσαρμόζονται στις μακριές, όρθιες πλευρές τής ανεμόσκαλας («κλίμακος ἀμείβων ξέστ ἐνηλάτων βάθρα», Ευρ.) 4 … Dictionary of Greek